- ρυπαρογράφημα
- το, -ατοςαισχρό ή υβριστικό δημοσίευμα: Το ρυπαρογράφημα δημοσιεύτηκε σε λαθρόβιο έντυπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρυπαρογράφημα — το, Ν [ρυπαρογραφώ] δημοσίευμα με αισχρές εκφράσεις, ύβρεις ή ανυπόστατες κατηγορίες … Dictionary of Greek
ρυπαρογραφία — η / ῥυπαρογραφία, ΝΜ [ῥυπαρογράφος] νεοελλ. 1. η συγγραφή ρυπαρογραφημάτων 2. το ρυπαρογράφημα μσν. το ζωγράφισμα ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων … Dictionary of Greek